- πτωχοκομείο
- ν τό приют для бедных, богадельня
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πτωχοκομείο — πτωχοκομείο, το και φτωχοκομείο, το άσυλο, ίδρυμα για φτωχούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πτωχοκομείο — το, Ν φιλανθρωπικό ίδρυμα που δέχεται για περίθαλψη φτωχούς, ανίκανους προς εργασία και γέροντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + κομείο (< κόμος < κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. νοσο κομείο. Η λ., στον λόγιο τ. πτωχοκομεῖον, μαρτυρείται από το 1833 στους… … Dictionary of Greek
-κόμος — ο, η, θηλ. και α (ΑM κόμος) β συνθετικό πολλών συνθέτων τής Αρχαίας και Νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. κομῶ, έω «περιποιούμαι, φροντίζω», που απαντά μόνο στην Αρχαία Ελληνική. Όλα αυτά τα σύνθετα είναι παροξύτονα σε αντιδιαστολή με… … Dictionary of Greek
φτωχοκομείο — το, Ν πτωχοκομείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχοκομείο με ανομοιωτική τροπή τού κλειστού π σε διαρκές φ (πρβλ. κτίζω: χτίζω, πτωχός: φτωχός)] … Dictionary of Greek
ιμαρέτι(ον) — και ιμαράτι(ον), το φιλανθρωπικό ίδρυμα, πτωχοκομείο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. τής τουρκ. λ. imaret] … Dictionary of Greek
καβάλα — Πόλη (υψόμ. 53 μ., 58.663 κάτ.) και λιμάνι της Μακεδονίας, πρωτεύουσα του νομού Κ. και έδρα του ομώνυμου δήμου. Η Κ. είναι χτισμένη αμφιθεατρικά –ο αρχικός πυρήνας της πόλης είναι χτισμένος σε δύο λόφους, που τους ενώνει το παλιό μνημειώδες… … Dictionary of Greek
ξενώνας — ο (ΑΜ ξενών, ῶνος, Α και ξενεών) ειδικό κτήριο ή κατάλυμα σε μοναστήρι ή δωμάτιο σπιτιού για διαμονή και διανυκτέρευση ξένων μσν. πτωχοκομείο ή νοσοκομείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + κατάλ. ών / ώνας (πρβλ. αμπελ ώνας, περιστερ ώνας)] … Dictionary of Greek
πτωχείον — τὸ, Μ πτωχοκομείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + κατάλ. εῖον (πρβλ. μαντ είον)] … Dictionary of Greek
πτωχοδοχείον — τὸ, Μ πτωχοκομείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + δοχεῖον (< δόχος < δέχομαι), πρβλ. ξενο δοχείον] … Dictionary of Greek
πτωχοτροφείο — το / πτωχοτροφεῑον, ΝΜ [πτωχοτρόφος] πτωχοκομείο … Dictionary of Greek
φτωχός — ή, ό / πτωχός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός Α 1. αυτός που στερείται τα απαραίτητα για τη ζωή, που ζει στη φτώχεια 2. αυτός που έχει ανεπαρκείς πόρους ζωής, πενιχρά οικονομικά μέσα (α. «έγινε έρανος για τους φτωχούς» β. «καὶ πολλοὶ πλούσιοι ἔβαλλον… … Dictionary of Greek